Θεωρείται ο πατέρας της Κλασικής Φυσικής, καθώς ξεκινώντας από τις παρατηρήσεις του Γαλιλαίου (ο Νεύτων γεννήθηκε τη μέρα που πέθανε ο Γαλιλαίος), αλλά και τους νόμους του Κέπλερ για την κίνηση των πλανητών, διατύπωσε τους τρεις μνημειώδεις νόμους της κίνησης και τον σπουδαίο «νόμο της βαρύτητας». Μεγάλης ιστορικής σημασίας υπήρξαν ακόμη οι μελέτες του σχετικά με τη φύση του φωτός, καθώς επίσης και η καθοριστική συμβολή του στη θεμελίωση των σύγχρονων μαθηματικών και συγκεκριμένα του διαφορικού και ολοκληρωτικού λογισμού.
Όταν γεννήθηκε, ο πατέρας του είχε ήδη πεθάνει και τα πρώτα χρόνια της ζωής του τα πέρασε με τη γιαγιά του, επειδή η μητέρα του είχε ξαναπαντρευτεί. Πιστεύεται γενικά ότι η προσωπικότητά του, που διαμορφώθηκε αργότερα σε στρυφνή και αντικοινωνική, αναμφισβήτητα επηρεάστηκε από το ότι δεν είχε γνωρίσει τον πατέρα του και το ότι η μητέρα του τον άφησε μόνο του σε μικρή ηλικία.
Τις πρώτες σπουδές του, που στηρίζονταν στην αρχαία ελληνική και λατινική γραμματεία, τις ολοκλήρωσε στο The King's School στο Grantham. Στις 5 Ιουνίου του 1661, ο νεαρός Νεύτων εισάγεται στο Κολλέγιο Trinity του Cambridge. Λαμβάνει το πρώτο πτυχίο του το 1665 και με υποτροφία, μετά από τρία χρόνια (1668), ολοκληρώνει το μεταπτυχιακό του.
Το 1669 διορίζεται στη Λουκασιανή Έδρα των Μαθηματικών στο Trinity παίρνοντας τη θέση του καθηγητή του, Isaac Barrow.
Το 1672 ο Νεύτων εντάχθηκε στην Βασιλική Εταιρεία του Λονδίνου (Royal Society of London). Είχε έτσι την ευκαιρία να έρθει σε επαφή, προσωπικά ή αλληλογραφώντας και με άλλους επιστήμονες, με πιο γνωστούς ίσως τον Gottfried Wilhelm Leibniz, με τον οποίο ο Νεύτων είχε μεγάλη διαμάχη για τη διεκδίκηση της πατρότητας του μαθηματικού λογισμού και τον φιλόσοφο John Locke, ιδρυτή του εμπειρισμού, με τον οποίο είχε επικοινωνία επάνω σε θεολογικά ζητήματα.
Είναι αλήθεια ότι ο Νεύτων δεν είχε μόνο επιστημονικές ανησυχίες. Από την ίδια χρονιά που διορίστηκε στη Λουκασιανή Έδρα, εκτός από τα μαθηματικά και την οπτική, άρχισε παράλληλα να ασχολείται με την αλχημεία και τη θεολογία.
Ωστόσο, όταν το καλοκαίρι του 1684 ο Νεύτων συζήτησε με τον Edmond Halley για θέματα Κινηματικής, αποφάσισε να διακόψει καθετί άλλο και να ασχοληθεί σοβαρά με τη Μηχανική. Το αποτέλεσμα ήταν να ολοκληρώσει μέσα σε τρία χρόνια ένα από τα σημαντικότερα επιστημονικά έργα του αιώνα του -και όχι μόνο- το Philosophiæ Naturalis Principiæ Mathematica. Σε αυτό το αυστηρά δομημένο έργο ο Νεύτων βασίζεται εν μέρει στα θεωρητικά αποτελέσματα του Κέπλερ και εξάγει το γνωστό νόμο της παγκόσμιας έλξης θεμελιώνοντας τη Μηχανική. Εγκαθίδρυσε έτσι μία κοσμολογική άποψη για τη Βαρύτητα που κυριάρχησε στην επιστημονική κοινότητα, ώσπου να την αναθεωρήσει ο Albert Einstein το 1915 με τη γενική θεωρία της σχετικότητας.
Μετά την έκδοση του Principiæ Mathematica και μέχρι το 1696 που έφυγε από το Καίμπριτζ, επέστρεψε ξανά στις δευτερεύουσες ασχολίες του και άρχισε να χάνει σταδιακά το ενδιαφέρον του για τη Λουκασιανή Έδρα. Αξιοσημείωτο είναι ότι το 1689 εκλέχθηκε μέλος του κοινοβουλίου καθώς και ότι το φθινόπωρο του 1693 υπέστη νευρική κατάπτωση. Όταν ένας από τους παλιούς μαθητές του μπόρεσε να του εξασφαλίσει τη θέση του διευθυντή του εθνικού Νομισματοκοπείου (Warden of the Mint), αποφάσισε να παραιτηθεί από τη Λουκασιανή Έδρα (πράγμα που τυπικά έγινε το 1701) και να μετακομίσει στο Λονδίνο, ώστε να αναλάβει τα νέα του καθήκοντα.
Από τη στιγμή που ο Νεύτων έφυγε από το Καίμπριτζ, μειώθηκε σε μεγάλο βαθμό και η επιστημονική του δραστηριότητα. Συνέχισε να ασχολείται με μαθηματικά προβλήματα, αλλά κυρίως ασχολήθηκε με τις δημοσιεύσεις των εργασιών του. Ήταν τα χρόνια της διαμάχης με τον Λάιμπνιτς. Χρησιμοποιώντας κάθε δυνατό μέσο, προσπάθησε, αποτελεσματικά ως ένα βαθμό, να πείσει την επιστημονική κοινότητα ότι ο μαθηματικός λογισμός ήταν δική του επινόηση και ότι ο Λάιμπνιτς δεν έκανε τίποτε άλλο από το να οικειοποιηθεί τις δικές του ιδέες. Αναγκάστηκε, λοιπόν, να ξεπεράσει τις παλιές του επιφυλάξεις και να εκθέσει στην κρίση των συναδέλφων του τις παλιές ανακαλύψεις του, σε έναν αγώνα δρόμου να κατοχυρώσει τους ερευνητικούς του καρπούς. Μέχρι το 1711 είχαν εκδοθεί από μία τουλάχιστον φορά τα Opticks (1704), Tractatus de Quadratura Curvarum (1704), Enumeratio Linearum Tertii Ordinis (1704), Arithmeticæ Universalis (1707), De Analysi (1711), Methodis Differentialis (1711) καθώς και δύο ακόμη φορές το Principiæ Mathematica (1713, 1726). Εννιά χρόνια μετά το θάνατό του, εκδόθηκε για πρώτη φορά το De Methodis Fluxionum et Serierum Infinitarum (1736).
Το Νοέμβριο του 1703 εκλέχθηκε πρόεδρος της Βασιλικής Εταιρείας, όπου παρέμεινε μέχρι το θάνατό του.
Πέθανε από πάθηση των πνευμόνων σε ηλικία 84 ετών, στις 20 Μαρτίου 1726, στο Kensington του Middlesex, Αγγλία.