Σαν σήμερα, στις 27 Ιανουαρίου 1970, πέθανε στη Βιέννη της Αυστρίας, σε ηλικία 76 ετών, η Marietta Blau, πρωτοπόρος στην έρευνα της πυρηνικής φυσικής.
Η Marietta Blau γεννήθηκε στις 29 Απριλίου 1894 στη Βιέννη προερχόμενη από μεσοαστική εβραϊκή οικογένεια. Είχε μεγαλώσει σε μια περιοχή της Βιέννης όπου ζούσαν πολλοί Εβραίοι, όπως οι οικογένειες του Sigmund Freud και της Lise Meitner. Ο πατέρας της ήταν δικηγόρος.
Αφού ολοκλήρωσε το Γυμνάσιο Θηλέων που διατηρούσε στη Βιέννη η Ένωση για την Διαρκή Εκπαίδευση των Γυναικών (Association for the Extended Education of Women), σπούδασε Φυσική και Μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης από το 1914 μέχρι το 1918, σε μια εποχή που οι περισσότεροι άνδρες είχαν κληθεί για υπηρεσία στο στρατό (Α' παγκόσμιος πόλεμος). Τον Μάρτιο του 1919 πήρε το διδακτορικό της κι εκείνη την εποχή η ζωή στην Αυστρία είχε γίνει δύσκολη λόγω της εξαθλίωσης από τη διάλυση της Αυστροουγγαρίας και, ιδιαίτερα για τους Εβραίους, λόγω του αυξανόμενου αντισημιτισμού.
Τα επόμενα δύο χρόνια η Blau εργάστηκε στη Γερμανία ασχολούμενη με προβλήματα που συνδέονταν με τις ακτίνες Χ, πρώτα σε μια βιομηχανική εταιρεία και στη συνέχεια στο Πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης.
Το 1923 επέστρεψε στη Βιέννη για να φροντίσει τη μητέρα της και άρχισε να εργάζεται στο Radiuminstitut χωρίς μισθό. Το Radiuminstitut ήταν ένα ερευνητικό ινστιτούτο στη Βιέννη που είχε ιδρυθεί το 1910 από τον πλούσιο δικηγόρο Karl Kupelwieser και είχε ως αντικείμενο την έρευνα των ραδιενεργών στοιχείων, μετά τις ανακαλύψεις της Marie Curie. Εκείνη την εποχή δεν ήταν ασυνήθιστο για Φυσικούς να εργάζονται σε εθελοντική βάση, μιας και η Ακαδημία Επιστημών της Αυστρίας δεν είχε αρκετά κεφάλαια για τους μισθούς τους. Αυτό μπορεί να ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους ένα εξαιρετικά υψηλό ποσοστό των ατόμων που εργάζονταν στο Radiuminstitut ήταν γυναίκες. Πολλές από αυτές τις γυναίκες υποστηρίζονταν οικονομικά από τις οικογένειές τους, όπως ακριβώς και η Marietta Blau.
Εκείνη την εποχή τα σωματίδια που εκπέμπονταν σε πυρηνικές αντιδράσεις μπορούσαν να ανιχνευθούν μόνο με τη μέθοδο του σπινθηρισμού (scintillation method). Αυτή η μέθοδος στηριζόταν στο γεγονός ότι οι ραδιενεργές ακτίνες προκαλούσαν αναβοσβησίματα σε ειδικές οθόνες που μπορούσαν να παρατηρηθούν και μετρηθούν. Μόνο που οι μετρήσεις δεν ήταν αξιόπιστες.
Τότε, στο Radiuminstitut εργαζόταν ο Σουηδός θαλάσσιος επιστήμονας Hans Pettersson, που ζήτησε από την Blau να διερευνήσει κατά πόσον οι επιπτώσεις των ραδιενεργών ακτίνων σε φωτογραφικό γαλάκτωμα θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την ανίχνευση αυτών των ακτίνων. Το 1925 η Blau δημοσίευσε την πρώτη της εργασία που απαντούσε στην ερώτηση του Pettersson. Τα επόμενα χρόνια δημοσίευσε πολλές εργασίες σχετικά με το φωτογραφικό αποτέλεσμα και την ποσοτικοποίηση των παρατηρήσεων για τα πρωτόνια και τα α-σωματίδια. Ο κύριος στόχος ήταν να γίνει διαχωρισμός των α-σωματιδίων και των πρωτονίων. Μετά την ανακάλυψη του νετρονίου από τον Chadwick το 1932, η Blau, συνεργαζόμενη με την πρώτη μεταπτυχιακή φοιτήτριά της και μετέπειτα στενή συνεργάτη της Hertha Wambacher, ανέπτυξε μια μέθοδο για την ανίχνευση και τον προσδιορισμό της ενέργειας αυτών των σωματιδίων. Αυτό επιτεύχθηκε με την προσαρμογή των φωτογραφικών γαλακτωμάτων στις απαιτήσεις της πυρηνικής έρευνας. Αυτή η "φωτογραφική μέθοδος" χρησιμοποιήθηκε από την Blau και για την ανίχνευση κοσμικών ακτίνων, μια πολύ σημαντική ανακάλυψη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Nature. Η μέθοδος αυτή αργότερα ονομάστηκε "αποσύνθεση αστεριών" (disintegration stars) και αντιμετωπίστηκε με μεγάλο ενδιαφέρον από τους θεωρητικούς φυσικούς.
Γι' αυτή τη μέθοδο ("φωτογραφική"), το 1937, οι δύο γυναίκες έλαβαν το πιο διάσημο επιστημονικό βραβείο στην Αυστρία, το Βραβείο Lieben.
Μετά την προσάρτηση της Αυστρίας στη ναζιστική Γερμανία (Anschluss), όλοι οι Εβραίοι επιστήμονες εκδιώχθηκαν από το Radiuminstitut και τη θέση της Blau κατέλαβε η Wambacher, που από νεαρή ηλικία είχε υποστηρίξει δεξιές πολιτικές οργανώσεις.
Το καλοκαίρι του 1938 η Blau έλαβε πρόσκληση να διδάξει στο Escuela Superior de Ingeniería Mecánica y Eléctrica (ESIME) στο Μεξικό, ένα τμήμα του νεοσύστατου Instituto Nacional Politécn ICO (IPN), κατόπιν σύστασης του Αϊνστάιν, που ήδη είχε διαφύγει στις ΗΠΑ. Εκείνη δέχτηκε την πρόσκληση να πάει στο Μεξικό με τη μητέρα της, καθώς ήταν εξαιρετικά δύσκολο για τους πρόσφυγες να αποκτήσουν θεώρηση για οποιαδήποτε χώρα στον κόσμο. Καθώς ήταν η μοναδική γυναίκα που εργαζόταν στο ESIME, είχε πολλά προβλήματα και καμία ευκαιρία για επιστημονική εργασία. Μη μπορώντας να εργαστεί στον δικό της τομέα έρευνας, άρχισε να μελετά τα προβλήματα που συνδέονται με τη γεωγραφική θέση του Μεξικού, όπως η επίδραση της ηλιακής ακτινοβολίας σε έναν πληθυσμό που ζει σε μεγάλο υψόμετρο σε μια τροπική ζώνη. Μελέτησε επίσης τη ραδιενέργεια σε μέταλλα και πηγές, σε διάφορα μέρη της χώρας. Ενώ ήταν στο Μεξικό, μακριά από τα κέντρα πυρηνικής έρευνας, η "φωτογραφική μέθοδος" που πρώτη ανέπτυξε, χρησιμοποιήθηκε για νέες ανακαλύψεις στην πυρηνική φυσική.
Το 1944, μετά το θάνατο της μητέρας της, η Blau μετανάστευσε στη Νέα Υόρκη στις ΗΠΑ, όπου ζούσε ο αδελφός της. Άρχισε να εργάζεται στο τμήμα έρευνας μιας βιομηχανικής εταιρείας, όπου ανέπτυξε πολλές συσκευές οι οποίες χρησιμοποιούσαν ραδιενεργά ισότοπα και κατέθεσε διπλώματα ευρεσιτεχνίας για ορισμένα από αυτά. Όμως δεν ήταν πολύ ευχαριστημένη με αυτό το είδος της εργασίας και άρχισε να ψάχνει για μια άλλη θέση, ειδικά όταν η εταιρεία μεταφέρθηκε στη Janesville, μια μικρή πόλη στο Ουισκόνσιν, όπου ένιωθε εντελώς απομονωμένη.
Το 1948 αποδέχτηκε πρόταση του Πανεπιστημίου Columbia να εργαστεί ως επιστημονικό μέλος του προσωπικού του. Ως ειδική στην ανίχνευση σωματιδίων με φωτογραφικά γαλακτώματα, η δουλειά της εκεί είχε να κάνει με την ανάπτυξη ενός προγράμματος έρευνας με τη χρήση αυτής της μεθόδου για τη διερεύνηση των σωματιδίων που παράγονται από τους αντιδραστήρες σχάσης.
Δύο χρόνια μετά πήρε θέση στο Brookhaven National Laboratory, όπου τέτοια σωματίδια παράγονταν με μηχανές ακόμη υψηλότερης ενέργειας.
Το 1950, για την ανακάλυψη της μεθόδου "disintegration stars", κατόπιν εισήγησης του Erwin Schrödinger, η Blau και η Wambacher προτάθηκαν για το Νόμπελ Φυσικής, που όμως πήρε ο Cecil Powell για την ανακάλυψη του πιονίου με τη βοήθεια της φωτογραφικής μεθόδου. Στην αυτοβιογραφία του ο Powell έγραψε ότι έμαθε για τη φωτογραφική μέθοδο από τον Walter Heitler, ο οποίος γνώριζε προσωπικά την Blau.
Το 1956 άφησε το Brookhaven και βρήκε θέση στο Πανεπιστήμιο του Μαϊάμι, όπου συνέχισε την έρευνα της στη σωματιδιακή φυσική, εκπαιδεύοντας παράλληλα μερικούς νέους φυσικούς που εργάζονταν εκεί.
Το 1960 η Blau αποφάσισε να επιστρέψει στη Βιέννη, εν μέρει επειδή ένιωσε νοσταλγία και εν μέρει για λόγους υγείας. Εκεί, επανήλθε στο Radiuminstitut και πάλι χωρίς μισθό, ασχολούμενη με την καθοδήγηση μεταπτυχιακών φοιτητών που οι εργασίες τους ήταν στη φυσική υψηλών ενεργειών. Όμως παρέμεινε στο περιθώριο, επειδή ήταν πολύ απογοητευμένη βλέποντας πρόσωπα, όπως ο Georg Stetter, που είχαν συνεργαστεί με τους ναζί, να έχουν ενεργό ρόλο στο πανεπιστήμιο.
Το 1962 τιμήθηκε με το Βραβείο Schrödinger από την Ακαδημία των Επιστημών της Αυστρίας, αλλά την ίδια εποχή δεν δέχτηκαν να γίνει αντεπιστέλλον μέλος της.
Το 1962 τιμήθηκε με το Βραβείο Schrödinger από την Ακαδημία των Επιστημών της Αυστρίας, αλλά την ίδια εποχή δεν δέχτηκαν να γίνει αντεπιστέλλον μέλος της.
Η Marietta Blau υπήρξε μια από τις πιο σημαντικές γυναίκες στο χώρο της Φυσικής στην εποχή που έζησε και που βέβαια οι επιτυχημένες γυναίκες επιστήμονες ήσαν ολιγάριθμες, για πολλούς και διάφορους λόγους.
Κλείνοντας, νομίζω ότι η απάντηση που έδωσε η Blau στην ερώτηση ενός από τους καθηγητές της, εάν υπήρχε δυνατότητα να γίνει μια Υφηγητής, ήταν πολύ χαρακτηριστική για τα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει σε όλη της τη ζωή: "Το να είσαι εβραία και γυναίκα είναι πάρα πολύ, υπάρχει μικρή πιθανότητα".
Πηγή: Today in Science History
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου