Σαν σήμερα, στις 16 Μαρτίου 1789 (λίγο πριν από τη Γαλλική Επανάσταση), γεννήθηκε ο Georg Simon Ohm (Ωμ) στην πόλη Erlangen της Γερμανίας.
Από την εμπειρία μου μπορώ να επισημάνω, πως το όνομα του Ωμ ξεχωρίζει στα λίγα που εξακολουθεί να θυμάται κάποιος από τη διδασκόμενη φυσική 20, 30 χρόνια μετά την αποφοίτησή του από το ελληνικό σχολείο. Κι ακόμη, το πείραμα για την επαλήθευση του νόμου του Ωμ, ίσως να είναι εκείνο που στατιστικά έχει την μεγαλύτερη πιθανότητα να έχει συναντήσει ο Έλληνας μαθητής (είτε συμμετοχικά, είτε με παρακολούθηση) στην πτωχή πειραματική του εμπειρία κατά τη διάρκεια της φοίτησής του στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση!
Ο Ωμ προερχόταν από θρησκευόμενη προτεσταντική οικογένεια με επτά παιδιά, από τα οποία μόλις τρία κατάφεραν να φτάσουν στην ενηλικίωση. Ο Georg, ο μικρότερος αδερφός του Martin, που αργότερα έγινε μαθηματικός και η αδερφή του Elizabeth Barbara. Η μητέρα τους Maria Elizabeth Beck πέθανε όταν ο Georg ήταν μόλις 10 ετών.
Στα 11 του χρόνια ο Georg γράφτηκε στο Γυμνάσιο του Erlangen, όπου έμεινε μέχρι τα 15, χωρίς όμως η σχολική εκπαίδευση να καταφέρει να του προσφέρει το πνεύμα της διδασκαλίας που είχε από τον πατέρα του. Στη συνέχεια γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο του Erlangen, όπου είχε την τύχη να προσεχθεί από τον καθηγητή μαθηματικών Karl Christian von Langsdorf. Αυτός τον συμβούλεψε να μελετήσει τις εργασίες των Euler, Laplace and Lacroix συνεχίζοντας την αυτομόρφωσή του.
Ο Ωμ προερχόταν από θρησκευόμενη προτεσταντική οικογένεια με επτά παιδιά, από τα οποία μόλις τρία κατάφεραν να φτάσουν στην ενηλικίωση. Ο Georg, ο μικρότερος αδερφός του Martin, που αργότερα έγινε μαθηματικός και η αδερφή του Elizabeth Barbara. Η μητέρα τους Maria Elizabeth Beck πέθανε όταν ο Georg ήταν μόλις 10 ετών.
Ο πατέρας του Johann Wolfgang Ohm, παρά το ότι ήταν κλειδαράς χωρίς ιδιαίτερη μόρφωση, έχαιρε εκτίμησης, επειδή είχε καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια για να αυτομορφωθεί. Αυτό το πνεύμα προσπάθησε να περάσει και στους δύο μικρούς γιους του, Georg και Martin, καταφέρνοντας να τους φέρει από νωρίς σε υψηλό επίπεδο γνώσεων στη φυσική, τα μαθηματικά, τη χημεία και τη φιλοσοφία.
Στα 11 του χρόνια ο Georg γράφτηκε στο Γυμνάσιο του Erlangen, όπου έμεινε μέχρι τα 15, χωρίς όμως η σχολική εκπαίδευση να καταφέρει να του προσφέρει το πνεύμα της διδασκαλίας που είχε από τον πατέρα του. Στη συνέχεια γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο του Erlangen, όπου είχε την τύχη να προσεχθεί από τον καθηγητή μαθηματικών Karl Christian von Langsdorf. Αυτός τον συμβούλεψε να μελετήσει τις εργασίες των Euler, Laplace and Lacroix συνεχίζοντας την αυτομόρφωσή του.
Το 1806 ο πατέρας του τον έστειλε στην Ελβετία, επειδή πίστευε ότι χάνει τον καιρό του με αυτό τον τρόπο εκπαίδευσης. Εκεί, τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους δέχτηκε θέση καθηγητή μαθηματικών στο Μοναστήρι του Gottstadt.
Τον Μάρτιο του 1809 άφησε τη θέση του για να γίνει καθηγητής στο Neuchâtel της Ελβετίας.
Τον Απρίλιο του 1811 επέστρεψε στο Πανεπιστήμιο του Erlangen, απ' όπου πήρε το διδακτορικό του τον Οκτώβριο του 1811.
Τον Μάρτιο του 1809 άφησε τη θέση του για να γίνει καθηγητής στο Neuchâtel της Ελβετίας.
Τον Απρίλιο του 1811 επέστρεψε στο Πανεπιστήμιο του Erlangen, απ' όπου πήρε το διδακτορικό του τον Οκτώβριο του 1811.
Δίδαξε στο πανεπιστήμιο ως λέκτορας, αλλά επειδή δεν μπορούσε να ζήσει με το μισθό του, τον Ιανουάριο του 1813 δέχτηκε από τη Βαυαρική κυβέρνηση θέση καθηγητή σε υποβαθμισμένο σχολείο στο Bamberg, το οποίο δυστυχώς έκλεισε το Φεβρουάριο του 1816. Τοποθετήθηκε σε άλλο σχολείο, όμως επειδή πίστευε ότι η θέση δεν ανταποκρινόταν στις ικανότητές του, έστειλε στον βασιλιά της Πρωσίας Wilhelm III το βιβλίο Γεωμετρίας που είχε γράψει πρόσφατα. Ο βασιλιάς εκτίμησε τη δουλειά του και με απόφασή του, το Σεπτέμβριο του 1817, τοποθετήθηκε στο Κολέγιο Ιησουιτών της Κολωνίας που είχε καλό όνομα για το επίπεδο της παρεχόμενης εκπαίδευσης στα θετικά μαθήματα. Εκεί ανέλαβε να διδάσκει και φυσική εκτός από τα μαθηματικά και το καλά εξοπλισμένο εργαστήριο του κολεγίου τον βοήθησε να ασχοληθεί πειραματικά.
Το 1827 δημοσίευσε το βιβλίο του "Die galvanische Kette, mathematisch bearbeitet" ("Το γαλβανικό κύκλωμα εξεταζόμενο μαθηματικά"), που όμως δεν έγινε αποδεκτό από τη σχολή του, κάτι που τον ανάγκασε να παραιτηθεί.
Το 1833 ξεκίνησε να εργάζεται για την Πολυτεχνική Σχολή της Νυρεμβέργης και το 1852 έγινε καθηγητής Πειραματικής Φυσικής στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου.
Στον Ωμ οφείλεται η ανακάλυψη του θεμελιώδους νόμου του συνεχούς ηλεκτρικού ρεύματος που πήρε το όνομά του ("Νόμος του Ωμ"). Η ανάπτυξη αυτού του νόμου υπάρχει στο βιβλίο του "Die galvanische Kette, mathematisch bearbeitet".
Το 1830 επισήμανε το φαινόμενο της πόλωσης των ηλεκτρικών στηλών.
Ο Ωμ ασχολήθηκε επίσης με την Ακουστική (νόμος του Ωμ στην Ακουστική), την Οπτική και τη Μηχανική. Το 1843 απέδειξε ότι το ανθρώπινο αυτί είναι σε θέση να συλλάβει ημιτονοειδείς ταλαντώσεις και διατύπωσε μια θεωρία για τη λειτουργία της σειρήνας.
Ενώ στην αρχή το έργο του Ωμ αντιμετωπίστηκε με μεγάλη επιφύλαξη, στη συνέχεια το 1841, η Βασιλική Ένωση του Λονδίνου αναγνωρίζοντάς το, του προσέφερε το σημαντικό μετάλλιο Copley. Το 1842 έγινε εξωτερικό μέλος της Βασιλικής Ένωσης και το 1845 έγινε πλήρες μέλος της Βαυαρικής Ακαδημίας Επιστημών και Κλασικών Μελετών.
Προς τιμή του η μονάδα μέτρησης της αντίστασης ενός ηλεκρικού διπόλου στο Διεθνές Σύστημα Μονάδων (SI) ονομάστηκε Ohm (Ωμ).
Ο Ωμ πέθανε στο Μόναχο στις 6 Ιουλίου 1854 σε ηλικία 65 ετών. Θάφτηκε στο κοιμητήριο Alter Südfriedhof του Μονάχου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου