Ο Άλμπερτ Αϊνστάιν γεννήθηκε στις 14 Μαρτίου 1879, στην Ulm της Γερμανικής Αυτοκρατορίας, από εβραϊκή οικογένεια. Ο πατέρας του, Χέρμαν Αϊνστάιν, ήταν επιχειρηματίας και η μητέρα του, Παουλίνε Κοχ, ήταν αξιόλογη πιανίστρια. Είχε μία αδελφή, την Μαρία, που ήταν δύο χρόνια μικρότερή του.
To 1880, η οικογένειά του μαζί με τον θείο του Jakob μετακόμισαν στο Μόναχο όπου δημιούργησαν την ηλεκτρική εταιρεία Elektrotechnische Fabrik J. Einstein & Cie, που παρήγε ηλεκτρικά όργανα για συνεχές ηλεκτρικό ρεύμα. Στο Μόναχο ο Αϊνστάιν πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της προσχολικής εκπαίδευσής του.
Μίλησε μετά τα τρία χρόνια της ζωής του και μέχρι τότε οι γονείς του πίστευαν ότι ήταν ένα καθυστερημένο αγόρι. Αυτό, σε συνδυασμό με την τάση του να ψιθυρίζει λόγια στον εαυτό του, οδήγησε την καμαριέρα της οικογένειας να του δώσει το παρατσούκλι "der depperte" ("ο ναρκωμένος").
Ο μικρός Άλμπερτ ξεκίνησε μαθήματα βιολιού από την ηλικία των 5 ετών και μέχρι το τέλος της ζωής του δεν αποχωρίστηκε το αγαπημένο του όργανο.
Στα σχολικά μαθήματα ήταν μάλλον μέτριος. Βέβαια, αργότερα ισχυριζόταν ότι λειτουργούσε έτσι από "άποψη', γιατί θεωρούσε το σχολείο "ένα στρατιωτικό καψόνι για ανεγκέφαλους". Έτσι, προτιμούσε να μελετά στο σπίτι.
Το 1894 η επιχείρηση της οικογένειας στο Μόναχο ναυάγησε, με αποτέλεσμα οι Αϊνστάιν να μετακινηθούν στην Ιταλία, στην αρχή στο Μιλάνο και τελικά στην Παβία. Στην αρχή ο Άλμπερτ δεν ακολούθησε την οικογένεια, αλλά παρέμεινε στο Μόναχο για να τελειώσει το Γυμνάσιο Luitpold. Όμως τον Δεκέμβριο του 1894 παράτησε το σχολείο του με τη δικαιολογία ότι ήταν άρρωστος και πήγε στην Παβία να συναντήσει την οικογένειά του. Το 1895, στη διάρκεια της παραμονής του στην Ιταλία, έγραψε μια σύντομη εργασία (ήταν η πρώτη) με τίτλο "Über die Untersuchung des Ätherzustandes im magnetischen Felde" ("Αναζητώντας την φύση του Αιθέρα σ' ένα μαγνητικό πεδίο"). Ο ίδιος ο Αϊνστάιν την αποκήρυξε λίγα χρόνια μετά. Μέχρι τον θάνατό του, ο Αϊνστάιν δημοσίευσε συνολικά περισσότερες από 300 επιστημονικές εργασίες.
Το 1895 έδωσε εξετάσεις για την εισαγωγή του στο Πολυτεχνείο της Ζυρίχης (μετέπειτα ETH), αλλά δεν πέρασε, επειδή δεν έπιασε την απαιτούμενη βαθμολογία, παρόλο ότι πήρε καλούς βαθμούς στη φυσική και στα μαθηματικά. Κατόπιν συμβουλής του πρύτανη του Πολυτεχνείου, γράφτηκε στο γυμνάσιο του ελβετικού καντονιού στο Aarau (Argovian) για να ολοκληρώσει τις γυμνασιακές του σπουδές. Το 1896 πήρε το Ελβετικό Matura και σε ηλικία 17 ετών γράφτηκε στο Πολυτεχνείο της Ζυρίχης να σπουδάσει φυσική και μαθηματικά. Το 1900 ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Πολυτεχνείο.
|
Η βαθμολογία του Αϊνστάιν το 1896 |
Το 1902, ο πατέρας του Αϊνστάιν πέθανε, αφήνοντάς τον να φροντίζει τη μητέρα και την αδελφή του, κάτι το οποίο ήταν εξαιρετικά δύσκολο, καθώς ήταν άνεργος. Επιπλέον, η οικογένεια του ήταν σε σημαντικό βαθμό χρεωμένη προς τον θείο του Jacob.
Το 1903 ο Άλμπερτ παντρεύτηκε την Σερβικής καταγωγής Μιλέβα Μάριτς (Mileva Marić), με την οποία είχε αναπτύξει σχέση από την εποχή που φοιτούσαν στο ίδιο τμήμα στο Πολυτεχνείο, χωρίς εκείνη να καταφέρει ποτέ να αποφοιτήσει. Το 1904, το ζευγάρι απέκτησε τον πρώτο από τους δύο γιους τους, τον Χανς Άλμπερτ. Το 1910 απέκτησαν τον δεύτερο γιο τους, τον Έντουαρντ.
Το 1987 δόθηκε στη δημοσιότητα η αλληλογραφία του Άλμπερτ Αϊνστάιν με την Μιλέβα Μάριτς. Από αυτήν προκύπτει ότι το 1902, το ζευγάρι είχε αποκτήσει (εκτός γάμου) μία κόρη που αναφέρεται με το όνομα Lieserl και είχε γεννηθεί στο Novi Sad, όπου η Μιλέβα είχε πάει να μείνει με τους γονείς της. Πιθανόν ο Αϊνστάιν να μη γνώρισε ποτέ την κόρη του, γιατί η Μιλέβα γύρισε στη Ζυρίχη χωρίς αυτήν. Η τύχη του κοριτσιού παραμένει άγνωστη. Λέγεται ότι δόθηκε για υιοθεσία ή πέθανε από οστρακιά to 1903.
Ακόμη και μετά την απόκτηση του πτυχίου του, ο Αϊνστάιν δεν μπορούσε να βρει εργασία σε κάποιο πανεπιστήμιο και η αρχική προσπάθεια του να αποκτήσει ένα διδακτορικό, που θα τον βοηθούσε στην αναζήτηση εργασίας, απέτυχε.
Το 1905, μετά από δύο χρόνια ως υπάλληλος στο γραφείο ευρεσιτεχνίας, ο Αϊνστάιν δημοσίευσε τέσσερις επιστημονικές εργασίες στο επιστημονικό περιοδικό "Annalen der Physik" ("Χρονικά της Φυσικής") (τόμος 17) καθώς και τη διατριβή με την οποία απέκτησε το διδακτορικό του δίπλωμα από το Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης.
- Στο πρώτο από τα τέσσερα άρθρα έδωσε την εξήγηση του φωτοηλεκτρικού φαινομένου. Στηρίχθηκε στην υπόθεση της κβάντωσης η οποία είχε εισαχθεί μερικά χρόνια νωρίτερα από τον Planck για την ερμηνεία της ακτινοβολίας του μέλανος σώματος.
Οι δύο εργασίες των Planck και Αϊνστάιν αποτέλεσαν την αρχή της κβαντικής μηχανικής. Αργότερα ο Αϊνστάιν εναντιώθηκε στη θεωρία των κβάντα, γιατί δεν μπορούσε να πιστέψει ότι οι νόμοι της φυσικής μπορούν να εμπεριέχουν τυχαιότητα.
- Στο δεύτερο άρθρο του ασχολήθηκε με την κίνηση Brown.
- Στο τρίτο άρθρο διατύπωσε την θεωρία του για την κίνηση του φωτός. Υποστήριξε ότι η ταχύτητα της κίνησης είναι ανεξάρτητη από την κίνηση του πομπού και του δέκτη και σταθερή για δεδομένο μέσο διάδοσης (π.χ. κενό, νερό, γυαλί).
- Στο τέταρτο άρθρο παρουσίασε αρχικά μόνο ένα προσχέδιο που αποτελούσε μια τροποποίηση της θεωρίας του χώρου και του χρόνου.
Στη συνέχεια δημοσίευσε και την πέμπτη εργασία του, η οποία περιελάμβανε μια προσθήκη στην Ειδική Θεωρία της Σχετικότητας που είχε αναπτύξει νωρίτερα.
Η εργασία εντόπιζε μια νέα σχέση μεταξύ της ενέργειας και της μάζας, η οποία τελικά γέννησε την πιο διάσημη εξίσωση στον κόσμο: E = mc2.
Το 1908 ο Αϊνστάιν έγινε δεκτός να διδάξει προσωρινά στο Πανεπιστήμιο της Βέρνης. Ωστόσο, μετά από δύο διδακτικά εξάμηνα, ακύρωσε τις διαλέξεις του, γιατί η προσέλευση είχε εξασθενίσει τόσο, που μόνο ένας φοιτητής παρακολουθούσε πια την διδασκαλία του.
Την επόμενη χρονιά, το 1909, ο Αϊνστάιν απέκτησε την πρώτη μόνιμη ακαδημαϊκή θέση του, ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης.
Το 1915, ενώ είχε ξεκινήσει ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος και ο ίδιος αντιμετώπιζε σοβαρά οικογενειακά προβλήματα, κατάφερε να αναπτύξει μία από τις μεγαλύτερες συνεισφορές στην επιστήμη του 20ου αιώνα, την "Γενική Θεωρία της Σχετικότητας", με την οποία συνέδεε το χώρο και τον χρόνο ως μία οντότητα, το χωροχρόνο. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, η ελκτική δύναμη της βαρύτητας διαδίδεται στο χώρο με την ταχύτητα του φωτός και επηρεάζει οτιδήποτε υπάρχει στο χώρο, ακόμα και τις ακτινοβολίες. Το τελευταίο καθιστά δυνατή την ύπαρξη μελανών οπών, φαινόμενο που παρατηρήθηκε πολύ αργότερα.
Το 2016 επιβεβαιώθηκε επιτυχώς μέσω επιστημονικών πειραμάτων η ύπαρξη των βαρυτικών κυμάτων τα οποία προβλέπονται από τη θεωρία της σχετικότητας.
Το 1919 ο Άλμπερτ υπέβαλε αίτηση διαζυγίου από την Μιλέβα (που όμως αντιδρούσε) υποσχόμενος να της δώσει την αποζημίωση που θα έπαιρνε αν κέρδιζε το Νόμπελ Φυσικής (τόσο σίγουρος ήταν)!
Την ίδια χρονιά παντρεύτηκε την Elsa Löwenthal με την οποία διατηρούσε σχέση από το 1912.
Το 1921 ο Άλμπερτ Αϊνστάιν κέρδισε τελικά το Νόμπελ Φυσικής "για τις υπηρεσίες του στη Θεωρητική Φυσική και ειδικότερα για την ανακάλυψη του νόμου του φωτοηλεκτρικού φαινομένου", που άλλαξε τον τρόπο με τον οποίον οι φυσικοί κατανοούν τη συμπεριφορά του φωτός.
Όλα τα χρήματα του βραβείου πήγαν στην Μιλέβα και τους δύο γιους τους.
Το 1921 και το 1922, ο Αϊνστάιν ταξιδεύει και δίνει διαλέξεις σε όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης της Παλαιστίνης, της Ιαπωνίας, των ΗΠΑ, της Γαλλίας, αλλά και αλλού. Όπου πήγε, έγινε δεκτός με επευφημίες από τα πλήθη.
Στην Ιαπωνία μάλιστα ο Αϊνστάιν έγινε δεκτός από τον ίδιο τον αυτοκράτορα. Ο Αϊνστάιν δεν ήταν πια ένας δημόσιος υπάλληλος στο τμήμα ευρεσιτεχνίας, αλλά ένας παγκοσμίου φήμης επιστήμονας που το όνομα του είχε γίνει συνώνυμο της ιδιοφυΐας.
Λίγο μετά την κατάκτηση του βραβείου Νόμπελ, ο Αϊνστάιν ξεκίνησε την έρευνά του για ένα ενοποιημένο επιστημονικό πεδίο, θέλοντας να πετύχει την σύνδεση των τεσσάρων τομέων της φυσικής, τον ηλεκτρισμό, τον μαγνητισμό, την κβαντική και την βαρύτητα.
Το 1929 δημοσίευσε την πρώτη του εργασία, αλλά σύντομα άλλοι επιστήμονες ανακάλυψαν κενά, τα οποία μέχρι το τέλος της ζωής του ο Αϊνστάιν προσπάθησε να λύσει.
Τον Απρίλιο του 1933, η ναζιστική κυβέρνηση της Γερμανίας ψήφισε νόμο που εμπόδιζε τους Εβραίους από το να καταλαμβάνουν δημόσια αξιώματα - συμπεριλαμβανομένων των ακαδημαϊκών πόστων. Για λίγους μήνες ο Αϊνστάιν έμεινε άνεργος. Τελικά, τον Οκτώβριο του 1933 μετανάστευσε με την γυναίκα του Elsa στις ΗΠΑ, όπου το Πανεπιστήμιο του Princeton του είχε προσφέρει θέση. Δύο χρόνια αργότερα, ο Αϊνστάιν έκανε αίτηση για την απόκτηση της αμερικάνικης υπηκοότητας, κάτι που τελικά το κατάφερε το 1940.
Όταν ο Αϊνστάιν μετακόμισε στο Νιου Τζέρσεϊ, έμαθε για την ύπαρξη ξεχωριστών σχολείων και θεάτρων για μαύρους και λευκούς, αντίστοιχα. Αυτό το απροκάλυπτο ρατσιστικό στοιχείο της αμερικάνικης κουλτούρας ήταν που ο Αϊνστάιν ονόμασε ως την «χειρότερη ασθένεια» της χώρας.
Για να καταπολεμήσει τον ρατσισμό στην Αμερική, ο Αϊνστάιν έκανε ανοιχτά παρέα με Αφροαμερικανούς, όπως ο ηθοποιός, Paul Robeson και το αστέρι της Όπερας, Marian Anderson, ενώ υποστήριξε δημοσία την Εθνική Ένωση για την Πρόοδο της Εγχρώμων (NAACP).
Στις 2 Αυγούστου του 1939, ένα μήνα πριν ξεσπάσει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Αϊνστάιν, εκτιμώντας ότι οι Ναζί είχαν προχωρήσει το σχέδιό τους για την κατασκευή ατομικής βόμβας, έγραψε δισέλιδη επιστολή προς τον πρόεδρο Ρούσβελτ προειδοποιώντας τον για τον κίνδυνο μιας πυρηνικής αλυσιδωτής αντίδρασης, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει στην κατασκευή μιας "εξαιρετικά ισχυρής βόμβας νέου τύπου - της ατομικής βόμβας". Αργότερα που συναντήθηκε με τον ίδιο τον πρόεδρο, είχαν την ευκαιρία να συζητήσουν με περισσότερες λεπτομέρειες την προοπτική κατασκευής μιας τέτοιας βόμβας.
Αν και η επιστολή του πυροδότησε το "Σχέδιο Μανχάταν", ο Αϊνστάιν θεώρησε τον πόλεμο ως μια άλλη μορφή "ασθένειας" και ήταν ενάντια στην χρήση πυρηνικών όπλων.
Ο Αϊνστάιν αρνήθηκε να εργαστεί για το "Σχέδιο Μανχάταν" και στους επιστήμονες που συμμετείχαν στην εκπόνησή του απαγορεύθηκε να έρχονται σ' επαφή μαζί του.
Αργότερα παραδέχθηκε ότι δεν θα είχε γράψει ποτέ τις επιστολές αυτές προς τον Ρούσβελτ, αν ήξερε ότι οι Γερμανοί είχαν αποτύχει στις προσπάθειές τους να κατασκευάσουν την ατομική βόμβα.
Καθ' όλη τη δεκαετία του '40 και μέχρι το θάνατό του, ο Αϊνστάιν μιλούσε ανοικτά ενάντια στο ρατσισμό και τη χρήση πυρηνικών όπλων.
Το 1952, πέθανε ο πρώτος πρόεδρος του Ισραήλ Chaeim Weizmann και προσφέρθηκε στον Αϊνστάιν να καταλάβει την θέση του. Εκείνη την εποχή ο Αϊνστάιν ήταν ήδη 73 ετών και συνεργαζόταν με κορυφαίους φυσικούς της εποχής του.
Ο Αϊνστάιν αρνήθηκε ευγενικά την πρόταση δηλώνοντας στην επιστολή του ότι του έλειπε η "φυσική ικανότητα και η εμπειρία που απαιτείται για να ασχοληθεί με τους ανθρώπους".
Στις 11 Απριλίου 1955 υπέγραψε με τον Μπέρτραντ Ράσελ τη γνωστή δήλωση, με την οποία καλούσε τις κυβερνήσεις των μεγάλων δυνάμεων να βρουν ειρηνικό τρόπο για την επίλυση των διαφορών τους.
Στις 17 Απριλίου 1955 ο Αϊνστάιν υπέστη ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής για δεύτερη φορά και μεταφέρθηκε στο Ιατρικό Κέντρο του Πανεπιστημίου του Princeton, στο Νιου Τζέρσεϊ.
Αρνήθηκε την θεραπεία λέγοντας, "είναι άκομψο να παρατείνουν τη ζωή μου με τεχνητό τρόπο. Έχω κάνει το μερίδιό μου, τώρα είναι ώρα να φύγω. Και θα το κάνω κομψά". Το επόμενο πρωί, σε ηλικία 76 ετών, ο Αϊνστάιν πέθανε στον ύπνο του.
"Ο Αϊνστάιν άφησε πίσω του συγκεκριμένες οδηγίες σχετικά με τα λείψανά του: να αποτεφρωθούν και να σκορπιστούν οι στάχτες του σε μυστική τοποθεσία", έγραψε ο Burrell.
Ωστόσο, ο Thomas Harvey, ένας γιατρός που εφημέρευε εκείνη την ημέρα στο νοσοκομείο, πήρε μέρος του εγκεφάλου του Αϊνστάιν, χωρίς άδεια, προκειμένου να μελετήσει το μοναδικό εγκέφαλο του σπουδαίου επιστήμονα. Αυτό το τμήμα του εγκεφάλου του Αϊνστάιν βρίσκεται σήμερα στο Medical Center του Πανεπιστημίου Princeton.
Οι φιλειρηνικές θέσεις του έστρεψαν εναντίον του τη διαβόητη Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών του γερουσιαστή Μακάρθι, ο οποίος τον χαρακτήρισε κομουνιστή και πράκτορα των Σοβιετικών. Το 1965 διαπιστώθηκε ότι ο φάκελος που είχε ανοίξει γι’ αυτόν το FBI περιείχε 1280 σελίδες.
Στη διάρκεια της ζωής του τιμήθηκε από δεκάδες χώρες και επιστημονικές οργανώσεις.
Η μορφή του θεωρείται από τις πιο αναγνωρίσιμες προσωπικότητες του 20ου αιώνα.